μυροβόστρυχος

μυροβόστρυχος
μῠρο-βόστρῠχος, ον, = foreg., AP5.146 (Mel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυροβόστρυχος — μυροβόστρυχος, ον (Α) μυροβοστρυχόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»] …   Dictionary of Greek

  • μυροβοστρύχου — μυροβόστρυχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυροβοστρυχόεις — μυροβοστρυχόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβόστρυχος + κατάλ. όεις] …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”